- κατασκέπτομαι
- κατασκέπτομαι (Α)κατασκοπώ*.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + σκέπτομαι «εξετάζω, θεωρώ»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατασκέπτομαι — κατά σκέπτομαι look pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακατάσκεπτος — ἀκατάσκεπτος, ον (Α) [κατασκέπτομαι] 1. ασήμαντος 2. ανεξερεύνητος 3. απερίσκεπτος … Dictionary of Greek
κατάσκεψις — κατάσκεψις, ἡ (Α) [κατασκέπτομαι] η παρατήρηση, η εξέταση από υψηλότερο σημείο («κατάσκεψις τῶν χωρίων», Στράβ.) … Dictionary of Greek
προκατασκέπτομαι — Α εξετάζω με προσοχή εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κατασκέπτομαι «παρατηρώ από κοντά, εξετάζω»] … Dictionary of Greek
ԴԻՏԵՄ — (եցի.) NBH 1 0627 Chronological Sequence: Unknown date, 10c, 12c, 13c ն.չ. σκοπεύω, κατασκοπεύω, κατασκέπτομαι , κατανοέω, ἁποβλέπω speculor, attendo, intendo, respicio, observo, considero, exploro Որպէս դէտ նկատել. դէտակն ունել. ուշ ունել. նայիլ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԼՐՏԵՍԵՄ — (եցի.) NBH 1 0908 Chronological Sequence: Early classical ն. κατασκέπτομαι, κατασκοπεύω exploro, speculor. Դիտել եւ զննել զվիճակ օտարաց՝ ʼի բերել լուր որպէս ականատես. ... *Լրտեսել զերկիրն քանաքանցւոց. Յես. ՟Ժ՟Գ. 18: ՟Ժ՟Դ. 7. եւայլն: *Իբրեւ զդէտ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)